- χλευασμόν
- χλευασμόςironymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… … Dictionary of Greek
χλευασμός — ο, ΝΜΑ [χλευάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χλευάζω, εμπαιγμός («ταῡτα ὕβριν εἶναι καὶ χλευασμὸν αὐτοῡ», Πλούτ.) αρχ. ειρωνεία … Dictionary of Greek